- μοχθήσει
- μοχθέωto be wearyaor subj act 3rd sg (epic)μοχθέωto be wearyfut ind mid 2nd sgμοχθέωto be wearyfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυριόμοχθος — μυριόμοχθος, ον (Α) αυτός που έχει μοχθήσει πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μοχθος (< μόχθος)] … Dictionary of Greek